Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Κώστας Β,

Κώστας Β.
( η γνωριμία )


Δεν ξέρω ποιόν θα ενδιέφερε η ιστορία του Κώστα….Πολλές φορές νομίζουμε πως κάποια πρόσωπα
που έτυχε να γνωρίσουμε και ν’ αγαπήσουμε στη διάρκεια της νεανικής μας ζωής, θα μπορούσαν ίσως
να ενδιέφεραν και κάποιους άλλους τωρινούς φίλους μας.

Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή. Και για να υπάρξει μια κάποια πιθανότητα να δουλέψει αυτό το σενάριο
απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: α] απόλυτη ειλικρίνεια και β] περιγραφή της εποχής, του τοπίου.
Ας προσπαθήσω λοιπόν…

Ήταν τέλη ΄49 αρχές ΄50. Και εγώ ήμουν στο απόγειο της ‘νεανικής τρέλας’ μου. Στέκι μόνιμο δεν είχα,
αλλά τα πρωινά κυρίως, τα πέρναγα στο Πασαλιμάνι ή στην Αθήνα σε κάποιο σινεμά, συνήθως στο Σινεάκ.
Ήταν το ‘σοφιστικέ’ σινεμά της εποχής με πρόγραμμα επικαίρων και ντοκιμαντέρ. Εκεί και μόνο
εκεί, τότε, μπορούσες να δεις γαλλικά, αγγλικά και αμερικάνικα επίκαιρα γεγονότα, αλλά και
εκτεταμένα στιγμιότυπα από τον παγκόσμιο αθλητισμό. Είναι μόλις 3-4 χρόνια μετά την Κατοχή
και στο μεσοδιάστημα μεταξύ εμφυλίου και β΄ γύρου του αντάρτικου. Τρομερή, απίθανη εποχή
να τη ζεις και να βαδίζεις μαζί της, στο όποιο μέλλον σου επεφύλασε..

Με τον Κώστα γνωριζόμαστε μόνο φατσικά, σαν τακτικοί θαμώνες του Καφενείου Αυδή,
στο Πασαλιμάνι. Στου Αυδή πήγαινα μόνο για μπιλιάρδο. Εκεί είχαμε ανταλλάξει μερικά
‘γεια χαρά’ με τον Κώστα. Τίποτα πάρα πάνω. Εκείνο το απόγευμα, έτυχε να παίζουμε σε διπλανά
τραπέζια. Κάποια στιγμή ακούστηκε η δυνατή φωνή του Αυδή: Ο τάδε [εγώ] στο τηλέφωνο…
Ήταν κάποιος φίλος που με ενημέρωσε ότι είχε στηθεί, για αργότερα, ένα μεγάλο καρέ πόκερ
και αν ήθελα να παίξω…

Δέχθηκα και κοίταξα να βρω κάποιο φίλο να συνεχίσει, στο πόδι μου, τη παρτίδα του μπιλιάρδου.
Έγινε αυτό και πήγα στις τουαλέτες να φρεσκαριστώ, πριν ξεκινήσω για το καρέ του πόκερ που
ήταν στην άλλη πλευρά του Πειραιά. Κάνοντας ένα έλεγχο στα χρήματά μου, διαπίστωσα ότι δεν
ήταν όσα θα ήθελα για ένα μεγάλο παιχνίδι. Kόμπιασα, δεν μου πήγαινε καλά...

Βγαίνοντας στην αίθουσα, πήγα να δω τι γίνεται με το μπιλιάρδο και συνάντησα τη ματιά του
Κώστα να με ‘κόβει’. « Συμβαίνει κάτι;», με ρώτησε.
Είχε ακούσει τον Αυδή να με καλεί στο τηλέφωνο, με είχε δει στη συνέχεια να αποσύρομαι στη μέση
της παρτίδας και να ψάχνω για αντικαταστάτη και έδειξε ένα, ανεξήγητο για τη σχέση μας, ενδιαφέρον.



« Όχι, απλά με κάλεσαν για χαρτιά» απάντησα. Και στη συνέχεια, εντελώς αυθόρμητα :
« Έχεις να μου δανείσεις μέχρι αύριο κάποιο ποσό» .
Ήταν η σειρά του Κώστα να παίζει στο μπιλιάρδο και δείχνοντάς μου το κρεμασμένο στον καλόγερο
σακάκι του, μου λέει: « Εκεί είναι το πορτοφόλι μου, δεν ξέρω αν σου φθάνουν, πάρτα όλα».
Θεώρησα ότι ήταν μια αρνητική αλλά ευγενική απάντηση και προχώρησα να φύγω. Όμως ο Κώστας
με σταμάτησε. « Σοβαρολογώ….πάρε όσα χρειάζεσαι»

Πήγα στο σακάκι του, έβγαλα το πορτοφόλι και …τα έχασα. Ήμουν από τα λίγα παιδιά εκείνης της
εποχής με οικονομική άνεση, αλλά τόσα χρήματα σε νεανικό πορτοφόλι δεν είχα ξαναδεί. Ήταν πάρα
πολλά χαρτονομίσματα [δεν τα μέτρησα, βέβαια], και άρχισα να βγάζω κάποιο σημαντικό ποσό,
αρκετά μεγαλύτερο από εκείνο που θα ήθελα αρχικά.

« Παίρνω τόσα και αύριο το απόγευμα θα τα έχεις. Σ’ ευχαριστώ» , του είπα και ξεκίνησα να φύγω.
« Καλή τύχη», μού φώναξε εκείνος δυνατά…

Σε όλη τη διαδρομή προς τη Πειραϊκή, εκεί ήταν το σπίτι που θα παίζαμε, δεν μπορούσα να βγάλω
από το μυαλό μου τον Κώστα. Ήξερα ότι ακόμα και αν έφευγα ‘ταπί’ από το παιχνίδι, δεν υπήρχε
περίπτωση να εκτεθώ απέναντι του. Όμως η όλη του στάση, αυτή ανυπόκριτη γαλαντομία, με γέμιζε
σαν άνθρωπο. Δεν συναντούσες τέτοιες ‘κουβαρντοσύνες’ εκείνα τα χρόνια και μάλιστα έτσι,
σχεδόν εθελοντικά….

Φθάνοντας και χτυπώντας το κουδούνι της ‘λέσχης’, η σκέψη μου ήταν: ‘απόψε θα τους τα πάρω
χοντρά’. Και έτσι συνέβη. Μόνο που η ρέντα μου εκείνο το βράδυ ήταν κάτι πρωτόφαντο. Ένα
ζήταγα, δύο έβρισκα. Χαρτιά έπαιζα τουλάχιστον 3-4 φορές τη βδομάδα και όχι πάντα με φίλους,
τα δε ποσά του τραπεζιού μεγάλα. Ποτέ όμως πριν, δεν είχα βιώσει την ηδονή του κάθε χαρτοπαίκτη:
την ‘απόλυτη ρέντα’. Ούτε και μετά. Ποτέ και μέχρι σήμερα. Ήμουν όμως σίγουρος, σε όλη τη
διάρκεια του παιχνιδιού, ότι το ‘πνεύμα’ του Κώστα ήταν εκεί, δίπλα μου!! Το ‘γούρι’ ήταν τα
χρήματα του Κώστα, έτσι το ένοιωθα.

Ξημερώματα πια, και με ένα μεγάλο ποσό κερδισμένο στη μέσα τσέπη, πήγα σε μια κοντινή και
γνωστή παραλιακή καφετέρια της Πειραϊκής, για το συνηθισμένο μου ‘άρτυμα’ μετά από μια
ολονύχτια χαρτοπαιξία και καμία 50ρια τσιγάρα [άφιλτρα] στους πνεύμονες και το άδειο
στομάχι: φρέσκο βούτυρο με μέλι, φρέσκο ψωμάκι και ζεστό φρέσκο γάλα.. Ευτυχία!! Γι αυτό και
τα θυμάμαι τόσο έντονα, σαν να είναι τώρα..

Πιο νωρίς απ΄ ότι συνήθως, το βραδάκι, ήμουν ‘απίκο’ στου Αυδή. Όμως ο Κώστας δεν φάνηκε
μέχρι αργά. Έφυγα….Ανέβηκα προς το Τζάνειο, εκεί που σύχναζα [αν κάπου σύχναζα], γιατί εκτός
από μια ξεχωριστή παρέα 4-5 πολύ καλών φίλων που είχα εκεί, συναντούσα και τον ‘δάσκαλο’.
Έτσι αποκαλούσα τον ‘μαικήνα’ μου στα χαρτιά, τον 50αρη Γιάννη Ζήμερα, τον ηλεκτρολόγο τού
απέναντι στο καφενείο, ‘Τζάνειου Νοσοκομείου’. Σίγουρα θα μιλήσω και γι αυτόν κάποια στιγμή.
Πρέπει…

Ήταν όλοι εκεί, και ο Δάσκαλος. Φαίνεται θα ήμουν πολύ ‘φτιαγμένος’ στην περιγραφή, αρχικά
της χαρτοπαιξίας και στη συνέχεια του Κώστα και της όλης στάσης του. Όλοι τους συμφωνούσαν
ότι ήθελαν να τον γνωρίσουν. Και προς Θεού! Με καμιά δεύτερη σκέψη στο μυαλό τους. Τα παιδιά
τα ήξερα καλά και μάντευα το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν ένα τύπο σαν αυτόν που μόλις τους
είχα ‘ζωγραφίσει’ με τα ωραιότερα χρώματα..


Το μεσημέρι πια της επόμενης [3ης] μέρας, κατηφόρισα πάλι για του Αυδή. Δεν είχα κάτι άλλο στο
μυαλό μου εκείνες τις ώρες. Έπρεπε να βρω τον Κώστα και δεν ήξερα που αλλού θα μπορούσα να
τον εντοπίσω. Ούτε τις παρέες του, ούτε το σπίτι του ήξερα. Άλλά ούτε και το επίθετό του.
Και μπιλιάρδο έπαιξα, και τα ούζα μου κατέβασα και η ώρα πέρασε, όμως ο Κώστας πουθενά.
Πριν φύγω, σκέφτηκα να αφήσω μήνυμα μέσω του Αυδή. Αυτός μας ήξερε όλους, με τα μικρά μας
ονόματα όμως. Άφησα και το τηλέφωνο του καφενείου που θα πήγαινα και έφυγα.

Όπως φθάνω στην απέναντι, στάση των ‘ταξί’ [πειρατικά, κάτι τεράστιες λιμουζίνες], βλέπω να
παρκάρει ένα ταξί και να αποβιβάζει. Πλησιάζω για να το πάρω και πέφτω πρόσωπο με πρόσωπο
με τον Κώστα! Δεν ξέρω πως θα σας φανεί, αλλά τον αγκάλιασα και… μόλις που δεν τον φίλησα!
Και εκείνος αντέδρασε σχεδόν με την ίδια χαρά. Ξαναμπήκε στο ταξί, προτείνοντάς μου να πάμε
σπίτι του. Τον ακολούθησα.

Πήραμε την παραλιακή της Ζέας , περάσαμε τη Λέσχη του Ολυμπιακού, μετά κάτω από το σπίτι μου
[δεν ανέφερα τίποτα] και φθάσαμε στη Φρεατίδα. Τρία τετράγωνα πιο κάτω, το ταξί σταμάτησε
μπροστά σε ένα 2όροφο σπίτι. Τελικά είμαστε και γείτονες…
Άνοιξε την εξώπορτα με τα κλειδιά του και ανεβαίνοντας τις σκάλες φώναξε δυνατά: « Έχω παρέα!!»

Στο κεφαλόσκαλο, έξω μάλλον από την εσωτερική πόρτα στεκόταν μια όμορφη ξανθιά 50άρα, σαν
γερμανίδα, ψηλή και με αθλητικό παράστημα.
« Η Μητέρα μου» είπε ο Κώστας. « Χαίρω πολύ…» και της συστήθηκα με το όνομά μου.

Το εσωτερικό του σπιτιού, χρωματικά, έμοιαζε στον Κώστα και τη μητέρα του. Ωραία, βαριά
επίπλωση, χαλιά , τοίχοι, πίνακες, λαμπατέρ, όλα σε μια απόχρωση μεταξύ του μπέζ, του πορτοκαλί
και του καφέ. Μια αρχοντική ατμόσφαιρα.

Στη πλάτη του σαλονιού [όχι καθιστικού] κυριαρχούσε μια μεγάλη έγχρωμη φωτογραφεία ενός άνδρα,
με τη στολή αξιωματικού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
« Είναι ο πατέρας μου. Σκοτώθηκε στο πόλεμο του 40», είπε ο Κώστας, βλέποντας τα μάτια μου
καρφωμένα επάνω της.
« Εκτός από γείτονες, έχουμε και δύο πατέρα πλοίαρχο» είπα εγώ, κάπως αμήχανα….
« Ξέρουμε την οικογένεια σου, η κόρη μου είναι νομίζω συμμαθήτρια. με την μικρότερη αδελφή σου» ,
συμπλήρωσε η μητέρα του Κώστα, ευγενικά.

Όση ώρα έλλειψε ο Κώστας, για να πλυθεί και να φρεσκαριστεί, η μητέρα του έδειξε να γνωρίζει ότι
ήταν μία γνωριμία πρόσφατη, αυτή με τον γιο της, αλλά και ότι ο Κώστας ήταν πολύ χαρούμενος με
ότι συνέβη. Μου είπε, επίσης, ότι ο Κώστας είναι φοιτητής στη Σχολή Φυσιογνωσίας του Πανεπιστημίου
Αθηνών [πρωτοετής] και ότι, από εκεί πηγαίνει πρώτα για μπιλιάρδο, πριν καταλήξει, αρκετά νωρίς,
στο σπίτι για μελέτη. «Κάτι σαν εκτόνωση», όπως είπε. «Δεν είναι του πολύ έξω, έχει στόχους ο Κώστας»…

Έχοντας συναίσθηση ότι πολλές καλές οικογένειες είχαν ακούσει κάποιες φήμες για μένα, του στυλ:
«κρίμα και είναι από τόσο καλή φαμίλια», θεώρησα ότι οι επισημάνσεις της αποτελούσαν κάποια σαφή
προειδοποίηση…. Αυτά, είναι αλήθεια, προσγείωσαν αισθητά τον αρχικό αλλά και μέχρι τη στιγμή εκείνη,
ενθουσιασμό μου. Δεν θέλησα να το δείξω, αλλά δεν υπήρξα ποτέ κάποιος που υποκρινόταν.

Έτσι, όταν ο Κώστας επέστρεψε στη παρέα, έπιασε αμέσως όποια την ένταση που υπήρχε στην ατμόσφαιρα.
Με την πρώτη ματιά, πριν λεχθεί το παραμικρό. Όπως απεδείχθη αργότερα, ήξερε καλά τη μητέρα του.
Απευθυνόμενος σ αυτήν, είπε αρκετά κοφτά:
« Μαμά, εμείς θα κατέβουμε αμέσως, θα φάω έξω και μάλλον θα αργήσω απόψε. Μην ανησυχήσεις…. »
Σκέτο τελεσίγραφο, δηλαδή. Εκείνη μας ευχήθηκε να περάσουμε καλά και με καληνύχτησε ψυχρά αλλά
ευγενικά..

Με το που βρεθήκαμε στο δρόμο – ήταν ήδη αργά και έκανε πολύ κρύο – θέλησα κάτι να πω, αλλά ο
Κώστας με πρόλαβε. Και με παρακάλεσε να μη την παρεξηγώ, έτσι είχε μάθει από τον πατέρα του και
σύζυγό της: να ζουν με κανόνες μάλλον στρατιωτικής πειθαρχίας και όχι μιας απλής οικογενειακής
αυστηρότητας. Με λίγα λόγια μου ζήταγε συγνώμη για τη στάση της, παρ’ όλο που δεν ήταν παρών,
ώστε να ξέρει τι λέχθηκε. Σίγουρα είχε πείρα από τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές. Την ήξερε καλά.
Μητέρα του ήταν.

Εγώ βέβαια, του είπα ότι δεν ήθελα να θίξω τέτοιο θέμα και ότι, όσο με αφορά, δεν με παραξένεψε κάτι.
Απλά ήθελα να τον ευχαριστήσω για προχθές και να του επιστρέψω τα χρήματα.
Κατά τα άλλα, επειδή ήταν αργά, ας πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι και να το διαλύσουμε νωρίς….
Προχωρήσαμε μέχρι την καλλίτερη, ίσως, ψαροταβέρνα του Πειραιά, του ‘Γουζούαση’, στη παραλία
της Φρεατίδας, ανάμεσα στα σπίτια και των δυο μας, δεξιά και αριστερά.

Όπως διαπίστωσα πολύ γρήγορα, ο Κωστής δεν ήταν του πιοτού και έτσι η γλώσσα του λύθηκε στο
τάκα τάκα. Εγώ, έξω από τις συνήθειές μου, τον άφησα να μιλάει χωρίς να τον διακόπτω, αλλά και
χωρίς να με κουράζει αυτό. Όλα όσα ανέφερε ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Έκανε μια περίληψη της ζωής
του, κάτι που έμοιαζε με ‘εξομολόγηση’. Όσο προχωρούσε τόσο περισσότερο άρχιζα να τον κατανοώ
και να τον συναισθάνομαι.

Στην ουσία έψαχνε για την επανάστασή του, αλλά δεν φαινόταν καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο, γι αυτόν.
Ούτε του πήγαινε σαν χαρακτήρας, ούτε και οι συνθήκες τού το επέτρεπαν. Αυτός, σε αντίθεση με μένα,
είχε χάσει τον πατέρα του και αισθανόταν σαν το αγόρι της οικογένειας, κάπου στη θέση του ‘μπαμπά’
του [όπως τον ανέφερε], ιδίως απέναντι στην αδελφούλα του [δεν θυμάμαι τώρα όνομα], δύο χρόνια
μικρότερή του. Και η μητέρα του ήταν μια δεσποτική ‘φρουϊλάιν’. Αυτό έβγαινε απ’ τα λόγια του.

Σε κάποια στιγμή ανέφερε την ηλικία του και [τρίτη σύμπτωση στο ίδιο βράδυ] διαπίστωσα πως είχαμε
γεννηθείτην ίδια χρονιά: το 1930, εγώ Μάη κι αυτός Γενάρη. Με πέρναγε 4 μήνες. Εκεί ευχηθήκαμε
γελώντας, να πηγαίναμε μαζί και στο Ναυτικό για τη θητεία μας, που πλησίαζε. [Σημείωσε, παρακαλώ,
αυτή την ευχή μας περί θητείας].

Μου ανέφερε και ότι ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Διδώ, συμφοιτήτριά του στο Πανεπιστήμιο [αλλά
εκείνη στη Νομική] και πως σκόπευαν να παντρευτούν κάποια στιγμή. Μέχρι και ότι δεν ήταν παρθένα,
όταν τη γνώρισε, μου είπε. Η Διδώ ήταν ανηψιά ενός, εν ενεργεία υπουργού τής τότε Κυβέρνησης του
Λαϊκού Κόμματος [ΝΔ της εποχής μας], που ήταν και το κόμμα που υποστήριζε ο πατέρας μου.
Είπαμε πολλά εκείνο το βράδυ, γιατί ανταποκρίθηκα κι εγώ από κάποια στιγμή και μετά.

Ήταν πια μια συζήτηση από ‘καρδιάς’, ειλικρινής. Είχα αρχίσει να ανακτώ τον αρχικό μου ενθουσιασμό
για τον Κώστα, να τον νοιώθω σαν φίλο μου, αλλά πολύ εύθραυστο, αδύνατο στη ‘ψυχή’, όχι σωματικά…
Στην ουσία ήταν ένας γίγαντας [1.85] με πήλινα πόδια. Ωραία κορμοστασιά, όμορφο πρόσωπο, γαλανομ-
μάτης, με ξανθό σαν στάχυ μαλλί…Φτυστός η μητέρα του, μόνο στην εμφάνιση όμως. Εκείνη ήταν ακριβώς
το αντίθετο. Δυνατή, ευγενικά ψυχρή, δεν άφηνε περιθώρια για τρυφερότητες και μητρικές αδυναμίες.
Και πάνω απ όλα: δεσποτική εκ χαρακτήρος.

Τότε, όλα αυτά ήταν απλά οι εντυπώσεις ενός νεαρού. Βέβαια οι 19ρηδες του 1949, δεν είχαν την παραμικρή
σχέση με τους νέους του σήμερα. Ηταν άλλα χρόνια εκείνα, μεστά και ανατρεπτικά στην κάθε στιγμή τους.
Ας μη μιλάμε για τις σημερινές ανασφάλειες …των ‘καρτοκινητών’. Άγνωστες έννοιες και λέξεις αυτές, για
μικρούς και μεγάλους τότε. Μόλις είχαμε βγει από ένα μεγάλο πόλεμο και ήδη ζούσαμε τα αποτελέσματα
από έναν εμφύλιο-καρκίνο, που τέλειωνε όπως τέλειωνε και που εμένα με είχε ‘σφραγίσει’ λόγω εμπλοκής.
Και άλλωστε γιατί να απολογούμαι; Έτσι τα ζύγισα τότε τα του Κωστή και έτσι, ακριβώς, τα έφερε η ίδια
η ζωή μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια μόνο, δυστυχώς…

(η βαβέλ)

Ακολούθησαν μέρες στενής παρέας με τον Κωστή, μιας και το πρώτο που φρόντισα, ήταν να τον γνωρίσω
με τους φίλους μου στο καφενείο του Βουτυρίτσα, τους ‘κολλητούς’ μου που θα λέγαμε σήμερα Δεν χρειάσ-
τηκε κανένας κόπος για να δέσει ο Κωστής με όλους μας. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ενταχθεί στο
‘ειδικό’ κλίμα της παρέας και να συμβιβαστεί με την ατμόσφαιρα ενός καφενείου, όπως αυτό. Το είχα ζήσει
κι εγώ αυτό το ατμοσφαιρικό ‘σοκ’, όταν πρωτοβρέθηκα εκεί. Και τον είχα προετοιμάσει ανάλογα. Ίσως
πρέπει να μείνω λίγο στα του καφενείου, γιατί από τη στιγμή που εντάχθηκε κι ο Κωστής στη παρέα,
συνέβησαν πράγματα. Υπήρξαν αλλαγές στη ζωή του Κωστή αλλά και στη δική μου…..

Για πρώτη φορά εγώ απόκτησα ένα σταθερό στέκι, τουλάχιστον για το απόγευμα και μετά. Μετά και η όλη
παρέα δέθηκε περισσότερο. Το στέκι αυτό έγινε για 2-3 χρόνια (μόνο, δυστυχώς) σημείο αναφοράς για
πολλούς λόγους, πρακτικούς αλλά και ουσίας…Από τη συγκεκριμένη παρέα, ο μόνος άεργος (!) ήμουν εγώ.
Αλλά και ο μικρότερος στα χρόνια. Όλοι οι άλλοι εργάζονταν χειρονακτικά, από τη στιγμή που μόνιμη
δουλειά δεν ήταν δυνατόν να έχουν. Ήταν οι απόκληροι (χιλιάδες ήταν) της Μακρονήσου, οι λεκιασμένου
δια βίου, τάχατες κομμουνιστές, λόγω πατρός κυρίως.

Οι φίλοι μου, ήταν απόφοιτοι του [σημερινού] Λυκείου, όπως κι εγώ, αλλά το πέρασμά τους από τη
Μακρόνησο και η συμβίωσή τους με μεγαλύτερους στην ηλικία κρατούμενους-κομουνιστές, τους είχε δώσει
ένα σημαντικό πνευματικό προβάδισμα. Στα μάτια μου έδειχναν ώριμοι, ολοκληρωμένοι. Και είχαν
‘αποφοιτήσει’ με πτυχίο στην μαρξιστική, την τεχνική του ‘διαλεκτικού τρόπου σκέψης και ανάλυσης’ για
κάθε, ακόμα και καθημερινό θέμα.

Ο Κώστας δεν είχε πρόβλημα ένταξης σε τέτοιο περιβάλλον. Ηταν ήδη φοιτητής και μπασμένος σε θέματα
μελέτης και ανάλυσης, αλλά και πνευματικά δυνατός. Όμως οι υπόλοιποι, η πλειοψηφία των θαμώνων του
καφενείου, ήταν ένα σκορποχώρι. Ότι ‘μάρκα’ ανθρώπου έψαχνες, ήταν εκεί, παρούσα [σένα χώρο 180 τ.μ.]:
Μεγαλέμποροι, κάθε λογής και ποιότητας. Υπάλληλοι και συνταξιούχοι στρατιωτικοί, παρόντες. Αφεντικά
της ψαραγοράς, από τους πρώτους. Εργάτες , αστυνομικοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, νοσοκόμοι, γιατροί και
τραυματιοφορείς του απέναντι Νοσοκομείου, ότι βάζει το μυαλό σου, ήταν εκεί καθημερινά. Σημείο αναφοράς
για απαξάπαντες: η χαρτοπαιξία, οι πολιτικές συζητήσεις [εκτός των φίλων μου], το ποδόσφαιρο και βέβαια
το ‘σπορ’ των Ελλήνων, το χωρίς έλεος κουτσομπολιό.

Η Διδώ

Σύντομα γνωρίσαμε και τη Διδώ, την κοπέλα του Κώστα. Προτίμησε να την φέρει εκεί στη ‘βαβέλ’, όπως την
έλεγα εγώ, γιατί τού το είχε ζητήσει η ίδια, μετά τα όσα της είχε περιγράψει για πρόσωπα, πράγματα και
ατμόσφαιρα….Η Διδώ, ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Γόνος μεγάλης πολιτικής και πάμπλουτης
οικογένειας, ήταν και λόγω σπουδών [νομικά], πολιτικοποιημένο άτομο. Στον κύκλο της δεν χωρούσαν ‘βαβέλ’.
Γνώριζε την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου δεν είχε όμως ποτέ την ευκαιρία να τον ζήσει από κοντά. ‘Ότι ήξερε,
ήταν από το σινεμά της εποχής, που χάλαγε κόσμο τότε ή από νουβέλες και ηθογραφίες. Φαίνεται ότι την
ενθουσίασε η ατμόσφαιρα, αλλά και η νέα παρέα του ‘φίλου’ της. Αντίθετα με τα ‘περί μελλοντικού γάμου’
που μου είχε περιγράψει ο Κωστής, εγώ διέκρινα μια διαφορετική σχέση, πολύ πιο χαλαρή από μέρους της.
Ίσως και λόγω χαρακτήρα, αλλά και του ότι ήταν μεγαλύτερή του 2-3 χρόνια, τον έβλεπε μάλλον σαν εραστή
της και τίποτα πάρα πάνω.

Και εγώ έπρεπε να προσέχω τα λόγια και τη στάση μου, απέναντί της. Αδελφές, φίλες ή γκόμενες, των
ανθρώπων που συναναστρεφόμουν, ήταν απαγορευμένος καρπός για μένα. Ηταν ένας απαράβατος κανόνας
τιμής. Σιχαινόμουνα την έννοια ‘λιγούρης’ για κάθε άντρα. Εγώ τους αποκαλούσα ‘λαχταροκώληδες’…
Η Διδώ είχε διαφορετικές ώρες σπουδών από τον Κώστα και σύντομα διαπίστωσα ότι είχε και διαφορετικές
‘παρέες’. Έχοντας ανέβει στην Αθήνα για πρωινή βόλτα και σινεμά και μπαίνοντας στο ‘Ρωσικό’ για μπίρα
με πραγματικό, μοσχοβίτικο πιροσκί, διέκρινα τη φιγούρα της καθισμένη στο σκαμπό τού μπαρ, να συνομιλεί
πίνοντας τη μπίρα τους στο πολύ-πολύ φιλικό, με ένα ‘τύπο’ 35άρη, στυλ ‘μποέμ’ και ‘γκόμενου’.

Το μαγαζί ανήκε στον ρωσοέλληνα συνθέτη Νίκι Γιάκοβλεφ και τη σύζυγό του Μαίρη Λω, διάσημη ντιζέζ
της εποχής. Φυσικά ήταν και ένα από τα πιο in στέκια του καλλιτεχνικού κόσμου. Μου άρεσε πολύ.
Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή, αλλά και οι δύο κάναμε το ‘παγόνι’. Φυσικά δεν έκανα την
παραμικρή κουβέντα στον Κώστα, αλλά και τι να του έλεγα; Λόγια;,,,

Μερικές μέρες αργότερα, πρέπει να ήταν μεσημεράκι και έπαιζα πρέφα, με φωνάζει ο Αντώνης [καφετζής]
στο τηλέφωνο. Ήταν η Διδώ, μες τη καλή χαρά…
«Κατεβαίνω στο Πειραιά με μια συμφοιτήτριά μου. Είπα και τού Κώστα αλλά έχει μαθημα. Θέλεις να
συναντηθούμε να μας ξεναγήσεις στα στέκια σου;» Και κολλητά, πριν προλάβω να πω κάτι:
« Ο Κώστας μου πρότεινε να σε πάρω, αυτός μου έδωσε και το τηλέφωνο όπως καταλαβαίνεις».
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ, αφού δεν θα ήταν και μόνη της.
« Εμείς είμαστε ήδη στο Φάληρο, θέλεις να συναντηθούμε εδώ, στο μπαρ του ξενοδοχείου ‘Φαληρικόν’;
Έχουμε ξαναπάει, είναι ωραία», συμπλήρωσε….Το γνώριζα.

Όταν έφθασα, εκείνες ήταν ήδη εκεί . Με σύστησε στη φίλη της, Ναταλία την έλεγαν, και μετά μου έδωσε
ένα φιλί στο μάγουλο. Με νάζι και γελώντας λέει στη φίλη της:
« Ξέρεις, ο Μ. είναι ο καλύτερος, ίσως ο μόνος, φίλος του Κώστα. Άλλά εγώ δεν τον γνωρίζω ακόμα τόσο
καλά, τώρα στην ουσία μαθαινόμαστε. Δεν είναι γοητευτικός;»

Η συζήτηση από τη πρώτη στιγμή βρώμαγε ‘μπαρούτι’. Δεν ήμουν ούτε άπραγος ούτε αφελής, φυσικά.
Όμως δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μια στις χίλιες, να τη πατήσω. Μόνη διέξοδος [επιλογή] ήταν να κάνω
το ‘παγώνι’ και συγχρόνως να αρχίσω, πολύ διακριτικά βέβαια, το φλερτ με τη Ναταλία, τη φίλη της.
Σύγχρονα άρχισα να ξαναγεμίζω τα ποτήρια τους [και το δικό μου] με κόκκινο κρασί, που εκείνες είχαν
ήδη παραγγείλει.Το όπλο του κρασιού [σ’ αυτές τις περιπτώσεις] είχε δουλέψει άπειρες φορές...
Μόνο που αυτή τη φορά την ‘ψηλοπάτησα’ κι εγώ. Σιγά –σιγά, με το φλερτ, το κρασί, τα αγγίγματα,
η Ναταλία, ξέροντας ότι δεν παίζει κάτι με τη φίλη της, ξεσάλωσε. Σε κάποια στιγμή, έτσι στο ξαφνικό,
λέει της Διδούς: « Πες του να με φιλήσει στο στόμα. Τώρα, πες του!»

Η Διδώ όλο αυτό το διάστημα ήταν άνετη, χαρούμενη, πέρναγε καλά, όπως όλοι μας. Η συζήτηση ήταν
περί ανέμων και υδάτων, χαλαρή κι ευχάριστη. Η ξαφνική πρόκληση της Ναταλίας την αιφνιδίασε τόσο,
ώστε να της απαντήσει επιθετικότατα: « Από πότε ντρέπεσαι να το ζητήσεις μόνη σου;»
Δεν βρήκα άλλη λύση. Έσκυψα στο πλάι, προς τη Ναταλία και τη φίλησα στο στόμα, στο χαλαρό.
Εκείνη αντέδρασε διαφορετικά και πιάνοντάς μου το κεφάλι με τα δυο χέρια της, κόντεψε να μου βγάλει
τις αμυγδαλές….Μετά κρατώντας ακόμα το πρόσωπό μου, είπε :
« Σε ξενοδοχείο είμαστε, δεν κλείνεις ένα δωμάτιο, να μην ενοχλούμε και τη Διδώ»;;
Ατάκα η Διδώ, ήρεμα, αλλά και πάλι κακιασμένα, λέει: «Καλή ιδέα. Θα το κρατήσουμε μετά κι εμείς
με το Κώστα. Μόνο μην αργήσετε»!!
Για τον Κώστα και τη Διδώ, μιλάμε. Δεν γράφουμε κάποιο ελαφρύ ‘πορνό’. Μετά τη συνάντηση μας
στο μπαρ της Αθήνας [με τον τύπο] και τώρα με τη Ναταλία, ο φίλος σου, δεν χρειαζόταν κάτι άλλο…
ήξερε πια τι έπαιζε…

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο καιρός πέρναγε, η όμορφη παρέα συνεχίζονταν, ο καθένας στα δικά του κι’
εγώ στις τρέλες μου: στα τσιγάρα μου, στα πιοτά μου, στη Μαιρούλα μου [η επίσημη] και στα χαρτιά
μου. Α! και τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΌ….

(η τούμπα)

Κάθε τόσο, κυρίως τα άλλα παιδιά, ρωτάγαμε τον Κώστα για τη Διδώ: τι κάνει, πως είναι, τέτοια,
κοινωνικά. Κάποιο βράδυ, όλος χαρά, ο Κώστας μου ανήγγειλε πως η Διδώ φρόντισε, μέσω του Θείου
της [υπουργού], να μας βάλλουν τηλέφωνο στο σπίτι. Θα με ειδοποιούσε εκείνη για τις ενέργειες που
απαιτούνταν. Μεγάλο ρουσφέτι αυτό, τότε. Πριν τρέξει οτιδήποτε, όλα ήρθαν τούμπα. Κεραυνός!
Απόγευμα, και ο Κώστας μου τηλεφωνεί στο καφενείο, αν μπορούσα να πήγαινα αμέσως στο σπίτι του.
Σε πολύ λίγο ήμουν εκεί. Συναντώ ένα Κώστα ζωντανό νεκρό…Ανήσυχος τον ρωτάω τι συμβαίνει.
Μη βλέποντας εκεί τη μητέρα του, θεώρησα πως κάτι είχε συμβεί σ΄εκείνη…
Όχι, είναι κάτι άλλο πιο σοβαρό, μου είπε και απόρησα. Τι ποιο σοβαρό; Η Διδώ, μου λέει. Και αρχίζει
να μου εξιστορεί τα γεγονότα:

Πήγε να την πάρει από τη Σχολή της για να πάνε για φαγητό και να βρεθούν. Εκεί τη είδε να συνομιλεί
με κάποιο ‘τύπο’. Πλησίασε, πήγε να της πιάσει το μπράτσο και ακούει το τύπο να του λέει:
« Άντε φύγε από δώ ρε μαλάκα».
Κάθε άλλο παρά αυτό ήταν το στυλ του Κώστα. Τα έχασε.. Κάτι πήγε να πει η Διδώ, αλλά ο άλλος,
χωρίς καν να έχει πει κάτι ο Κώστας, τον πλησιάζει και του ρίχνει μια γροθιά στο πρόσωπο. Και μετά
φεύγει, σαν μην έτρεχε τίποτα….χωρίς βιασύνη. Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο. Μου τα
διηγείται όλα αυτά, κάτωχρος, ψυχρός, ήρεμος. Χωρίς θυμό…Κρύο αίμα. Πράγματα ξένα σε μένα.

Προσέχοντας πολύ τα λόγια μου, τον ρωτάω περί ηλικίας και εμφάνισης τού τύπου, και τέλος:
« Και η Διδώ, τι έκανε η Διδω, τι σου είπε»;
Η Διδώ [ξανάρχισε ο Κώστας] μου ομολόγησε ότι με αυτό το άτομο είχε κάνει τις πρώτες της σχέσεις,
σαν μαθήτρια και ήταν αυτός ο πρώτος της. Μάλιστα, είχε μείνει έγκυος σε κάποια φάση και την πήγε
ο ίδιος για την έκτρωση. Αυτό κράτησε μέχρι που γνώρισε τον Κώστα, πριν ένα χρόνο περίπου, στο
ταξίδι του Πανεπιστημίου στην Ιταλία.
«Εκεί ερωτευθήκαμε και μάλιστα παρατείναμε τη διαμονή μας για μερικές ακόμη μέρες», συμπλήρωσε...

Τον άκουγα να μου τα διηγείται [κάπως] έτσι σαν να επρόκειτο για κάποιο μυθιστόρημα, μια ταινία…
Βουβός, χωρίς ερωτήσεις. Άλλωστε δεν άφηνε κενά. Εμένα με έκαιγε το δια ταύτα. Καταλάβαινα ότι,
όπου να ‘ναι θα με έβαζε και μένα στο παιχνίδι. Γιατί με φώναξε; Έτσι, του άρεσε να ξευτελίζεται στα
μάτια του ανθρώπου που ‘δήλωνε’ πως θαύμαζε; Ποιος κάνει τέτοια επιλογή;

Απότομα, σταματάει κάποια στιγμή και με ρωτάει: « Γιατί δεν λες κάτι’; Γιατί δεν ρωτάς τίποτα;
Τι θα κάνουμε γι αυτό;»
Από παιδί, δεν τα ‘έχανα’ εύκολα. Ούτε κι αυτή τη φορά, φυσικά. Μάλλον τσαντισμένα, δεν φρόντισα
καν να το κρύψω, αλλά και στα ίσια, του λέω [περίπου]: « Λέγε Κωστή, έλα στο δια ταύτα. Τι ζητάς
από μένα; Πες!» Με κοίταξε απόλυτα ήρεμος και λέει, σχεδόν συλλαβιστά : « Τον θέλω νεκρό!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!!»

Σίγουρα αυτό δεν το περίμενα με τίποτα. Πρώτο απ όλα, δεν ταίριαζε στο Κώστα που ήξερα εγώ.
Του απάντησα ήρεμα:« Αυτά δεν λέγονται, ρε Κώστα. Τα κάνεις, δεν τα λες».
« Δεν μπορώ να το κάνω. Μακάρι να μπορούσα, αλλά δεν μπορώ. Αυτό που σου ζητάω, γιατί δεν έχω
κάποιον άλλο πιο δικό μου, είναι να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο. Εσύ μπορείς να τον βρεις. Θα τον
χρυσώσουμε, ξέρεις ότι το μπορώ».

Δεν του είπα όχι, ούτε και ναι, βέβαια. Του είπα:
« Πριν κάνουμε οτιδήποτε θέλω να ακούσω τι θα μου πει η Διδώ. Πες της να κατέβει αύριο , ότι ώρα
θέλει. Εμένα με ενδιαφέρει να ξέρω όνομα, στέκια, τις φιλίες του μάγκα. Εσύ δεν ξέρεις τίποτα. Μόνο
τη φάτσα του. Πες της να κατέβει, ακόμα και σήμερα»…
Τον έβλεπα πια σαν μωρό, σαν παιδί. Τον λυπόμουν….

Επί τόπου σηκώνει το τηλέφωνο [είχαν] και μιλάει στη Διδώ. Είπαν αρκετά, κάποια στιγμή με ένταση,
τέλος συμφώνησαν.
« Αύριο το απόγευμα θα τη δούμε. Μου είπε στο ‘Φαληρικό’, εκεί που συναντηθήκατε και με τη Ναταλία»
« Όχι Κωστή, εσύ δεν θα είσαι εκεί. Δεν θα μπορώ να μιλήσω όπως θέλω, μπροστά σου. Ούτε και εκείνη
θα το ήθελεφαντάζομαι. Και μπορεί να πληγωθείς περισσότερο».

Και έτσι έγινε. Το δέχτηκε χωρίς αντίρρηση. Ήταν φανερό πως είχε αφεθεί τελείως σε μένα, και αυτό
με ανησύχησε αντί να με κολακέψει. Μου φόρτωνε μεγάλο βάρος, κυρίως ηθικό. Δεν ήταν Κώστας
εναντίον του ‘μάγκα’. Ούτε Κώστας – Διδώ. Καταλάβαινα ότι γνώριζα τη Διδώ περισσότερο από εκείνον
και ήξερα ότι δεν ήταν ειλικρινής. Εκείνος ήταν πληγωμένος, δαρμένος και το χειρότερο: ερωτευμένος.
Η Διδώ απλά έπαιζε…και μάλιστα χωρίς κανόνες, στο άγαρμπο. Κι εγώ ήμουν πολύ τσαντισμένος,
κυρίως με την κοπελιά…..

Η συνάντηση με τη Διδώ έγινε σύμφωνα με το πρόγραμμα. Πήγα στο ‘Φαληρικό’ αρκετά νωρίτερα για
δύο λόγους: ήθελα χρόνο για να ηρεμήσω, αλλά και να διαλέξω μια ήσυχη γωνιά του μπαρ. Παράγγειλα
το κρασί που είχαμε δοκιμάσει την άλλη φορά και έναν ελληνικό [τούρκικο]. Στο μυαλό μου κυριαρχούσε
η χθεσινή συνάντηση με τον Κώστα και τα όσα είχαν λεχθεί. Θυμόμουν έντονα και περισσότερο τις
τελευταίες στιγμές: Φεύγοντας εγώ, με αγκάλιασε και με φίλησε, όπως ένα παιδί τον πατέρα του ή τον
μεγαλύτερο αδελφό του. Ανακουφισμένος, βέβαιος για μένα. Και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν ήμουν
τίποτα από τα δύο. Ένας φίλος ήμουνα και μάλιστα, στα είκοσι μου χρόνια. Παιδί ήμουν κι εγώ… Και
τώρα έπρεπε να χειριστώ ‘ξένες’ για εμένα και τον ατίθασο χαρακτήρα μου καταστάσεις και μάλιστα
εκ των υστέρων.

Η Διδώ, μπήκε στο χώρο φουριόζα και χαμογελαστή. Πλησίασε, σηκώθηκα, την χαιρέτησα και της
ζήτησα να καθίσει. Όταν τη ξανακοίταξα το χαμόγελο είχε χαθεί. « Γιατί αυτό το ύφος Μ.;»
με ρώτησε αμήχανα.Δεν ήξερα ποιο ήταν το ύφος μου, γιατί σίγουρα δεν ήταν προμελετημένο και κάτι
τέτοιο πρέπει να της απάντησα. Έτσι, πάντως, έγιναν τα πράγματα και ο Μ. ξαναβρέθηκε στο ‘στοιχείο
του’, χωρίς καν να προσπαθήσει. Την έπιασα απ’ τα μούτρα:
« Κοίτα κορίτσι μου… Και οι δυο σας είσαστε μεγαλύτεροι από μένα, αλλά είναι φανερό ότι και οι δυο
σας κάτι μου ζητάτε. Χθες είδα ένα ‘νεκρό’ Κωστή και σήμερα βλέπω μια ‘άνετη’ Διδώ. Λοιπόν, ξεκίνα!
Θέλω να ακούσω όλη την αλήθεια. Γεγονότα, πράγματα που μόνο εσύ τα ξέρεις. Ό Κώστας, όχι μόνο δεν
ξέρει την αλήθεια, αλλά δεν πρέπει και να την μάθει, νομίζω. Αν θέλεις άρχισε από το τι ζητάς».

Φαίνεται, ότι ο τρόπος μου της άρεσε, την ελευθέρωσε.
« Πράγματι, εγώ μόνο ξέρω την αλήθεια και ο Κώστας δεν είναι ανάγκη να την μάθει. Μόνο κακό θα του
κάνει, όπως είπες», έτσι ξεκίνησε η Διδώ. Είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της. Αυτό την έκανε να νοιώσει
πιο άνετα και να φανεί ειλικρινής μέσα στην κυνικότητά της.
« Τον ‘τάδε’ τον γνώρισα πολύ μικρή. Τον ερωτεύθηκα παράφορα και αυτός μ’ έκανε γυναίκα. Ήταν
και είναι ακόμη, στο ‘κόρο’ της Λυρικής Σκηνής. Είναι τώρα στα 33 του και είναι γεννημένος εραστής.
Σύντομα με έβαλε για τα καλά στο κόλπο και άρχισα να του συστήνω όλες τις φίλες μου, που έκαναν κι
αυτές σαν τρελές μαζί του. Στην αρχή αυτό με ενοχλούσε. Σε λίγο καιρό δεν είχα άλλη επιλογή, γιατί
έβλεπα ότι θα τον έχανα εύκολα, αν τον πίεζα. Φτάσαμε και σε τριολέ, φέρνοντάς του αρχικά τη Ναταλία,
που είναι και ‘δική’ μου, και έτσι το γλένταγα κι εγώ και αυτοί».

Όσο την άκουγα, χανόμουν κάπως στις φαντασιώσεις του ‘παιχνιδιάρικου’ μυαλού μου. Ήταν όμορφη
γυναίκα, όχι κοπέλα, ούτε παιδί. Σέξι και επιθυμητή. Μου άρεσε από την αρχή, ήξερα ήδη ότι θα την
έπαιρνα αν το επεδίωκα, και τώρα, είχε κατορθώσει να με ‘ταρακουνήσει’ με όλα αυτά.
Προφανώς ‘διάβασε’ τις σκέψεις μου και διακόπτοντας, έπιασε το χέρι μου, με κοίταξε κατάματα και είπε:
« Θέλεις να το αφήσουμε για αύριο; Θα πω στον Κώστα ότι δεν μπόρεσα να κατέβω. Είναι πράγματι
άχαρη συζήτηση. Τι λες;»
Ευτυχώς! Μου χρειαζόταν αυτή η δόση κυνισμού για να συνέλθω…και συνήλθα.
« Όχι, κορίτσι μου. Ό Κώστας περιμένει, ζητάει ‘αίμα’ και θέλω να ξέρω αν αξίζεις τον ‘κόπο’, για κάτι
τέτοιο. Θέλω να μάθω τι είναι ο Κώστας για σένα, όχι πως και με ποιες σε πηδάει ο μάγκας, που δεν μου
έχεις πει και τα’ όνομά του».

Η Διδώ έκανε ένα ελαφρύ μορφασμό δυσαρέσκειας και συνέχισε:
« Ούτε κι’ εγώ θέλω να μιλάω γι’ αυτόν, αλλά εσύ ζήτησες την αλήθεια και όλα αυτά είναι μέρος της.
Λοιπόν, κάποια στιγμή έμεινα έγκυος, το ρίξαμε βέβαια, αλλά μετά απ’ αυτό, όλα χάλασαν για μένα. Και
έχοντας γνωρίσει στο μεταξύ τον Κώστα, του ζήτησα να χωρίσουμε. Δεν το πίστεψε αρχικά, αλλά όταν είδε
ότι δεν απαντούσα στα τηλεφωνήματα του, με παρακολούθησε, είδε τον Κώστα και κατάλαβε…τι τρέχει.
Πριν από χθες, με είχε συναντήσει πάλι και με είχε απειλήσει ότι αν δεν ‘πήγαινα’ μαζί του, όποτε το
ζητούσε, θα μάθαινε ο θείος μου για την έκτρωση και όλα τα άλλα. Επειδή τον έχω ικανό για τα πάντα,
του ζήτησα να μη το ‘παρακάνει’ για να μη μου χαλάσει αυτή τη όμορφη σχέση. Πέρασαν μερικές μέρες
σιωπής και ξαφνικά χθες τον βρήκα μπροστά μου, εκεί που περίμενα τον Κώστα από στιγμή σε στιγμή.
Τον παρακάλεσα να φύγει, πριν έρθει [οΚώστας] και θα του τηλεφωνούσα μετά, για να βρεθούμε. Επέμενε
να φύγουμε αμέσως, να μη δω τον Κώστα και ας τον έβλεπα μετά. Ίσως να είχα δεχθεί, αλλά δεν πρόλαβα.
Ήλθε ο Κώστας και έγιναν όσα έγιναν. Αυτή είναι όλη η αλήθεια και θέλω να με πιστέψεις».

Είχα ερωτήσεις, αλλά ήταν λεπτομέρειες. Πίστεψα τότε και το πιστεύω και σήμερα, ότι ήταν ειλικρινής,
ως προς τα γεγονότα. Και μου το επιβεβαίωνε με τον κυνισμό της. Τι άλλο να κρύψει; Άν έκρυβε κάτι,
αυτό ήταν αδιάφορο για μένα, αφορούσε τα συναισθήματά της για τον Κώστα. Δεν είμουν εξομολογητής.

Όχι, δεν αγαπούσε τον Κώστα! Εκείνος ναι. Για την Διδώ, ήταν μια φυγή από ένα αδιέξοδο παρελθόν.
Ηταν έτοιμή να φύγει μαζί του, μου το είπε, θα τον έστηνε τον Κώστα, αλλά δεν πρόλαβε. Και θα έπαιζε
στη συνέχεια σε δύο ταμπλό, θέλοντας ή και μη θέλοντας, μέχρι εκεί που θα την έπαιρνε, όσο μπορούσε.
Αν δεν είχε πέσει η ‘φάπα’, ίσως και να τον είχε τουμπάρει. Ο Κώστας ήταν έτοιμος να ‘φάει’ οτιδήποτε,
ήταν ερωτευμένος φόλα και εκείνη το ήξερε καλά αυτό. Όλα αυτά δεν ήταν μόνο οι σκέψεις μου, ήταν
και η απάντησή μου στην ίδια, στα όσα είχε μόλις περιγράψει. Θα ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που θα
έβαζε το θέμα σε επίπεδο ηθικής, πίστης και άλλα τέτοια. Η πίστη στον έρωτα ήταν για τον Μ. άγνωστη
λέξη, τότε….
« Ξέρω τι θα πω στον Κώστα, μην ανησυχείς. Θα κάνουμε ένα πλάνο και θα σ’ ενημερώσουμε. Είσαι μαζί
μας φαντάζομαι και έτσι θα μείνει. Αν όχι, πες εσύ τι ζητάς. Αυτό δεν σου ζήτησα από την αρχή;»

Με κοίταξε στα μάτια, έπιασε το χέρι μου και το έσφιξε, λέγοντας μου:
« Μ. σ’ ευχαριστώ. Είσαι καλός φίλος. Δεν περίμενα ότι θα ήσουν τόσο ώριμος και λογικός.»
Ούτε κι’ εγώ το περίμενα. Και να που πράγματι ‘το αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη’, όπως έλεγε τακτικά η
μητέρα μου.

Έτσι γρήγορα τέλειωσε εκείνη η συνάντηση. Πρώτη έφυγε η Διδώ. Βλέποντάς την να προχωράει προς
την έξοδο, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι έβλεπα μια άλλη, μια διαφορετική γυναίκα. Ο έμφυτος αέρας
και το έντονα γυναικείο βάδισμα που την χαρακτήριζε, είχε χαθεί εκείνη την ώρα. Αυτό που έβλεπα,
ήταν ένα τρομαγμένο νεαρό κορίτσι, που σχεδόν έτρεχε να κρυφτεί, να εξαφανιστεί, ίσως και να κλάψει...

(η προσγείωση)

Έμεινα εκεί στο τραπέζι αμήχανος και γέμισα για τρίτη ή τέταρτη φορά το άδειο ποτήρι μου, από το
μπουκάλι κρασιού που βρισκόταν μπροστά μου, σχεδόν ανέπαφο. Και τότε πρόσεξα το δικό της ποτήρι:
δεν το είχε αγγίξει καν. Ασυναίσθητα το άρπαξα και το κατέβασα μονορούφι. Η αχαλίνωτη φαντασία μου,
με έκανε να πιστέψω ότι είχε τη γεύση νερομένου από δάκρυα, αίματος.

Μου ήταν αδύνατο να φύγω, αλλά και ανήμπορος να σκεφτώ οργανωμένα. Είχα έρθει εδώ φτιαγμένος
από τις σκέψεις μου και από την εικόνα του ‘ψυχικά νεκρού’ φίλου μου. Έτοιμος να κρίνω, να πληγώσω
τη Διδώ….Τώρα που το είχα, εν μέρει, κατορθώσει αισθανόμουν πολύ άσχημα. Αυτό το έντονο αίσθημα
δικαιοσύνης, που με χαρακτήριζε από μικρό παιδί, μου τριβέλιζε το μυαλό.

Τι είχα κατορθώσει; Εντάξει, είχα μάθει την ‘αλήθεια’, αν υπάρχει κάτι απόλυτα ‘τέτοιο’ στη ζωή.
Τώρα όμως έπρεπε και να την διαχειριστώ…Ο Κώστας, ήμουν σίγουρος, με περίμενε με αγωνία να μάθει.
Αλλά εκείνον δεν τον ενδιέφερε η αλήθεια. Εκείνος περίμενε από μένα στοιχεία, για να προχωρήσουμε
στο στόχο του: μια τυφλή εκδίκηση, περισσότερο για το χαστούκι και τον πληγωμένο του εγωισμό.
Τη λέξη ντροπή δεν νομίζω να τη σκέφτηκε... Από τη στιγμή που δεν επρόκειτο να του αναφέρω περί
Ναταλίας, παρτούζες, κ.λπ. [που θα τον πλήγωναν ακόμα περισσότερο], όλα τα άλλα τα ήξερε ήδη, μου
τα είχε πει χθες βράδυ. Δεν μου άρεσε καθόλου ο ρόλος μου….

Και η Διδώ; Στα μάτια μου, στον τρόπο σκέψης και δράσης μου, ταίριαζαν πολλά από τον χαρακτήρα της.
Γυναίκα εκείνη, όμως φέρθηκε πιο αντρίκια από τον Κώστα. Πήρε, δέχτηκε, όλες τις ευθύνες για τα όποια
λάθη της, έστω με κυνικότητα. Αν ήμουν κάποιος άλλος, ίσως και να με είχε φέρει τούμπα. Όταν βρήκε
έδαφος προσπάθησε να το κάνει, άλλο αν δεν μπόρεσε, όπως αντέδρασα. Αλλά την καταλάβαινα, την
κατανοούσα, έμπαινα στη θέση της. Στη θέση του Κώστα δεν έμπαινα με τίποτα….

Εκείνον τον ‘πόνεσε’, κυρίως, η σφαλιάρα… Αν δεν υπήρχε η σφαλιάρα, θα είχαν φύγει μαζί, θα του είχε
αυτά που και τώρα τού είπε, και όλα μέλι γάλα… Το ‘χαστούκι’, που δεν βρήκε το θάρρος να ανταποδώσει,
τον μάρανε. Και τώρα υπόσχονταν ‘λύτρα’ θανάτου. Την ώρα εκείνη δεν τόλμησε να κάνει τίποτα…

Μπερδεμένος, κουρασμένος ψυχικά και χωρίς απαντήσεις, για όλα αυτά που σκεπτόμουν, βγήκα στο
δρόμο, στη παραλιακή και περίμενα κάποιο ταξί [πειρατικό] να με πάρει. Το κρύο μου έκανε καλό γιατί με
ανάγκασε να σκεφτώ κάτι και για τον εαυτό μου...Μέσα στο ταξί, αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να
αποφύγω μια άμεση συνάντηση με τον Κώστα. Σκέφτηκα να πάω καλύτερα
στο καφενείο και να ξεδώσω κάπως με τα παιδιά, που δεν τα είχα δει και χθες, λόγω Κώστα. Να
τηλεφωνούσα και στον Κώστα, να μη με περιμένει. Η βασική ιδέα ήταν: άστο για αύριο…..
[Ξέχασα να αναφέρω ότι, φεύγοντας η Διδώ, μου είχε δώσει το τηλέφωνό του σπιτιού, αν την χρειαζόμουν].

Φτάνοντας στο καφενείο, η πρώτη μου σκέψη, μετά τις χαιρετούρες, ήταν να πάρω τον Κώστα. Μου
απάντησε η μητέρα του και μου είπε ότι ο Κώστας είχε κατέβει πολύ νωρίτερα. Θα ήταν με τη Διδώ,
όπως της είπε….Έμεινα πράγματι άφωνος! Γιατί να πει ψέματα στη μητέρα του, πως θα ήταν με τη Διδώ;
Και που ήταν τώρα; Τα πήρα άσχημα.
Τα έβαλα με τον εαυτό μου, ως συνήθως. Αυτόν έκρινα πάντα αυστηρά. Τι βλάκας που ήμουν…! Εδώ και
ώρες, σκεπτόμουν συνεχώς πώς να μη τον πικράνω και τι θα του πω, αν τον δω. Και πάνω απ’ όλα την
αγωνία του, περιμένοντας να μάθει από τον φίλο του αυτά που τον έκαιγαν….Ήταν από τις λίγες φορές
που μέθυσα! Στο υπόγειο του καφενείου, ήταν το ταβερνάκι της Αγγελικής . Εκεί κατεβήκαμε με τα παιδιά
και κατεβάσαμε μπόλικες μισές [οκάδες]. Θέλησα να ξεδώσω πίνοντας, αλλά τα πληγωμένα και φορτισμένα
συναισθήματά μου, με πρόδωσαν. Χρειάστηκα βοήθειά τους για να φθάσω σπίτι μου και να πέσω, ντυμένος,
σ’ ένα ‘ύπνο-εφιάλτη’.

Όταν ξύπνησα, αργά το μεσημέρι της επομένης, όλες οι σκέψεις είχαν εξαφανιστεί. Ώρες μετά, στο καφενείο
πια, και έχοντας πιει δυο ελληνικούς [τούρκικους], άρχισα να συνθέτω στο μυαλό μου το παζλ. Έμεινα στην
ουσία. Πάλι έπρεπε να βρω τον Κώστα. Αλλά έχοντας συναντηθεί, εκείνος με τη Διδώ χθες βράδυ, ποιος
ξέρει τι είχαν πει, τι του είχε πει μάλλον, εκείνη…Χθες την είχα κρίνει σαν ειλικρινή, προς εμένα. Και δεν
πίστευα, μέσα μου, ότι εκείνη επεδίωξε να τον βρει. Εκείνος μάλλον, θα την πήρε.
Γιατί, όμως, προτίμησε να συναντήσει τη Διδώ, χωρίς να έχει μιλήσει με μένα; Που πήγε όλη εκείνη η αγωνία
του, που μ’ έκανε να ‘αρρωστήσω’ χθες βράδυ; Κατέληξα, χωρίς σιγουριά, ότι μίλησε για άλλη μια φορά το
‘κάτω κεφάλι’. Πάντως, δεν έκρινα εξιδίων…

(η επαναφορά)

Αποφάσισα να εφαρμόσω το κόλπο #15: Χέστους..!! [σημ.: το κόλπο ισχύει διαχρονικά και το συστήνω..]
Έχοντας εφαρμόσει το κόλπο #15, θέλησα να συνεχίσω τη μέρα μου ακολουθώντας το άλλο, το # 3:
‘Έξω ντέρτια και καημοί’. Αυτό ήταν στα top 10, αλλά όχι πια. Τότε, ήταν!
Και είχα αποκτήσει ειδικότητα στην εφαρμογή του: «όσα πήγαν φύγανε, πάμε για άλλα».

Στο καφενείο ξαναπάτησα μετά από 2-3 μέρες. Ούτε είδα, ούτε άκουσα, από τη Βαβέλ. Μάλιστα μου βγήκε
και σε καλό, γιατί η ‘ρέντα του Κώστα’ καλά κρατούσε. Πίσω, στο καφενείο, όλα ομαλά. Τα παιδιά ούτε που
με ρώτησαν κάτι, γιατί δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά. Ήταν θέμα στυλ για μένα, το λεγόμενο
‘εξαφανιζόλ’.

Βέβαια, εγώ τους ρώτησα τι τρέχει, αλλά με sik. Όλα ήσυχα, ο Κώστας σε ζήτησε 2-3 φορές στο τηλέφωνο,
αλλά δεν ξέραμε τίποτα να του πούμε. Όχι, δεν έδειχνε ανήσυχος, με τα μαθήματά του τρέχει. Και τη Διδώ,
συμπλήρωσα εγώ, και σκάσαμε σταγέλια… Όμως δεν μ’ άρεσε να παραμυθιάζω τον εαυτό μου. Ήξερα ότι
υπήρχε ένα καζάνι που έβραζε. Αλλά δεν του τηλεφώνησα, είχα ‘κρυώσει’ αρκετά. Στη χαρτοπαικτική,
αυτό λέγεται ‘ντούκου’.
Νωρίτερα από τον Κώστα, έσκασε μύτη η Διδώ. « Έλα βρε παιδί μου, που χάθηκες; Ο Κώστας ανησύχησε..
Πρέπει να μιλήσουμε πριν τον δεις… Τώρα είναι στη Σχολή. Να κατέβω εγώ; μπορώ και τώρα ακόμα…»

Είχα ‘αδειάσει’ τελείως και με τους δυο. Το κατάλαβα καλά, όση ώρα μου μιλούσε. Έτσι, της απάντησα
στα ίσια:
« Επειδή θέλω να τελειώνω ό,τι αρχίζω. με το δικό μου τρόπο, συνεννοήσου με τον Κώστα να βρεθούμε και
οι τρεις. Εγώ δεν πρόκειται να σε εκθέσω ποτέ και σε κανένα, δεν σου έδωσα λόγους για ν’ αμφιβάλεις.
Περιμένω τηλεφώνημα. Άντε, γεια..» και κατέβασα το ακουστικό….

Δεν μου άρεσε καθόλου η στάση μου σ` αυτή τη φάση. Κάκισα τον Μ. για τη σκληρότητα που έδειξε μόλις
πριν λίγο. Είχα μείνει με μια πικράδα στο στόμα και με το ‘διαβολάκι των τύψεων’ να με σουβλίζει.
Όμως το αίσθημα αυτοσυντήρησης υπήρχε μέσα μου και δούλεψε ‘εξ ενστίκτου’. Για πρώτη φορά έμπλεκα
σε κάτι που δεν ήταν δική μου επιλογή, αλλά και δεν με αφορούσε. Ένιωθα ότι, ο Κώστας αρχικά, αλλά
τώρα και η Διδώ, μου καθόριζαν ένα ρόλο που δεν μου ταίριαζε και εγώ έπρεπε να αντιδράσω, να φέρω τα
πράγματα στα ίσια. Πόσο φίλος μπορεί να αισθάνεται κανείς με ανθρώπους που τον χωρίζουν χιλιόμετρα
διαφορετικού τρόπου σκέψης και νοοτροπίας; Η δική μου παρέα, οι αληθινοί μου φίλοι, ήταν σωστοί σε
όλα και καμάρωνα γι’ αυτούς. Και αυτοί για μένα. Παρ’ όλο που ξεκάθαρα δεν ενέκριναν την ‘δεύτερη’,
την ‘άλλη’ ζωή που βίωνα χωρίς αυτούς….

Εκείνοι, ακούγοντας διάφορα που λέγονταν για μένα –πάντα πίσω από την πλάτη μου- ποτέ δεν με
ρώτησαν οτιδήποτε. Μόνο έμμεσα, αλλά συχνά πυκνά, καυτηρίαζαν πράξεις και εξαρτήσεις σαν τις δικές
μου, σχεδόν φωτογραφικά. Μέχρι σήμερα θυμάμαι τη μια και μοναδική ‘αιχμή’, από το στόμα του
μεγαλύτερου, του Σ., ενώπιον όλης της παρέας. Μόλις είχαμε ολοκληρώσει την ανάγνωση [χωριστά] ενός
θαυμάσιου διηγήματος και με το βιβλίο στα χέρια μου [ήμουν πάντα ο τελευταίος], είχαμε μαζευτεί απόμερα
στη ‘δική’ μας γωνιά της ‘βαβέλ’, για την συνήθη ανάλυση. Επρόκειτο για την ‘Επικίνδυνη Συμπόνια’ του
Στέφαν Τσβάιχ . Συνεπαρμένος εγώ από το περιεχόμενο και τα μηνύματα του βιβλίου, πήρα πρώτος το λόγο –
για πρώτη φορά πρώτος- και μίλησα με πάθος και ένταση για τα νοήματά του:

Φιλία και κατανόηση, αγάπη και έρωτας, πάθος, θυσία, ευγένεια ψυχής, προσφορά, ιδανικά, μπέσα, τιμή...
και δεν έλεγα να σταματήσω…Κάποια στιγμή με διακόπτει ευγενικά ο Σ. λέγοντας, γενικά προς όλους μας:
« Τελικά, ο μεγάλος αντίπαλος, ο μοναδικός εχθρός του Μ., είναι ο ίδιος του ο εαυτός…Αχ! Δεν ξέρεις πόσο
άδικα και άσκοπα ξοδεύεις την ψυχή σου. Μακάρι να το καταλάβεις πριν είναι αργά. Είσαι μόλις στα 20,
προκάμεις μια χαρά..».

Αυτοί ήταν οι φίλοι μου και σ’ αυτούς προσέτρεξα [για πρώτη φορά] ψάχνοντας για τη σωστή λύση σε κάτι
που έμοιαζε με αδιέξοδο, που με βασάνιζε. Με εκείνα τα λόγια του Σ., μόλις λίγους μήνες πριν στο μυαλό και
τα νοήματα της ‘Επικίνδυνης Συμπόνιας’ στη ψυχούλα μου, ζήτησα την βοήθεια και την, πικρή, γεμάτη
αδικίες πείρα της ζωής τους. Ο Κώστας ήταν αγαπητός και σ’ αυτούς, όμως δεν ήταν και δεν θα μπορούσε
να ήταν, δικός τους. Ούτε ήταν γνώστες του τι έτρεχε εκείνες τις ώρες…Ούτε είχαν μάθει τις μύχιες σκέψεις
του. Και ούτε είχαν δεχθεί τη ‘μαχαιριά’ της γαλαντομίας του, που με κρατούσε δέσμιο για κάποιου είδους
ανταπόδοση.

Το βράδυ, όταν πια μαζευτήκαμε στο καφενείο, τους είπα ότι ήθελα τη βοήθειά τους σε κάτι σοβαρό για μένα.
Κατεβήκαμε στουπόγειο της Αγγελικής για μεζέ και κρασάκι. Αυτοί, για πάμπολλους λόγους, δεν σύχναζαν
σε κουτούκια και ταβέρνες, ούτε ξενυχτούσαν ‘άσκοπα’. Το ξενύχτι, τους θύμιζε άσχημα βιώματα, τους
παρέπεμπε στα υποχρεωτικά ξενύχτια - τιμωρίες της πολύ πρόσφατης, [σχεδόν τρίχρονης], φυλακής τους,
στη Μακρόνησο. Και δεν τους περίσσευαν και τα φράγκα…

Με όσο γινόταν σαφή αλλά και λιγόλογο τρόπο, τους περιέγραψα το σκηνικό, ξαναπεριέγραψα τα πρόσωπα
του Κώστα και της Διδώ από τη δική μου σκοπιά [τους είχαν, κατά κάποιο τρόπο, γνωρίσει κι εκείνοι πια] και
έβαλα το πρόβλημα: Πώς θα μπορούσα, με ποια κίνηση, θα γινόταν να βγάλω από πάνω μου αυτό το σαράκι της
υποχρέωσης, που ένοιωθα απέναντι στον Κώστα;;; Από την αρχή διαφώνησαν με την ‘ηθική υποχρέωση’.

« Εκείνος σε πλησίασε, μας τα έχεις πει από τότε. Δανείστηκες λεφτά και τον έψαχνες μέρες να τα επιστρέψεις.
Λεφτά που δεν τα είχε βγάλει με δικό του κόπο και ούτε του έλειψαν. Ανήκετε στον ίδιο κόσμο, ουσιαστικά.
Ίσως δίνετε μεγάλη σημασία στο χρήμα γιατί το διαθέτετε. Η μόνη σου δέσμευση που μπορούμε να δεχθούμε,
είναι και πρέπει να είναι, πόσο φίλο σου τον αισθάνεσαι και τι είσαι έτοιμος να κάνεις ανάλογα γι΄ αυτόν…
Για τη Διδώ δεν το συζητάμε. Είναι πρόβλημα του Κώστα, όχι δικό σου».
Δεν πρόλαβα να πω κουβέντα και ο Σ. ολοκλήρωσε:
« Είπα προηγούμενα κάτι που σε αδίκησε… Όχι, το παίρνω πίσω, δεν ανήκετε στον ίδιο κόσμο. Εσύ, ο Μ.,
είσαι δικός μας, είσαι πρώτα απ’ όλα δικό μας παιδί. Ξέρω τι λέω, το λέμε όλοι μας, και οι τρεις. Ή όχι;»,
είπε, κοιτάζοντας τα δυο άλλα παιδιά…
Σήμερα, τώρα που γράφονται τα παραπάνω, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα ευγνωμοσύνης και περιφάνιας.
Εκείνο το βράδυ ο Σ. και τα άλλα παιδιά, με γέμισαν χαρά και μου πρόσφεραν τη ανακούφιση που έψαχνα.

Την άλλη μέρα τηλεφώνησε ο Κώστας. Οι πρώτες του κουβέντες ήταν:
« Ετοιμάσου… πάμε ναυτικό! Σήμερα έλαβα το ειδοποιητήριο για να περάσω ‘περιοδεύον’ τον άλλο μήνα.
Σίγουρα θα το λάβεις και συ. Τέλειωσαν τα ψέματα…»
Σε μένα δεν ακούστηκε και τόσο ευχάριστο νέο. Σιγά…Και συνέχισε:
« Προτείνω να βρεθούμε κατά τις εννιά στο σπίτι μου. Η μητέρα μου θα φύγει κατά τις δέκα, είναι μέρα
χαρτιών για εκείνη. Αλλά θέλω να της γνωρίσω τη Διδώ. Τι λες;»

Είπα αμέσως το ναι. Ήθελα να τελειώσει αυτό το θέμα. Δεν προβληματίστηκα καθόλου μέχρι την ώρα που
πήγα στο σπίτι του. Μου άνοιξε η μητέρα του με ένα χαμόγελο μέχρι τα’ αυτιά. Νύφη στυλ Διδώς, ήταν
δώρο θεού για κάθε μάνα, με στυλ μητέρας Κώστα. Με το χαμόγελο μπήκα κι’ εγώ, με το χαμόγελο με
δέχθηκε το ζευγάρι, ήταν ότι έπρεπε… Καμιά ένταση. Πέρασε η ώρα με συζήτηση, κεράσματα κλπ., χωρίς
όμως επισημότητες. Μετά μείναμε οι τρεις. Κοιταχθήκαμε λίγο αμήχανα και ο Κώστας τα σκάτωσε
κάνοντας ‘μπλακ χιούμορ’: « Τι έγινε; Που θα τον θάψουμε, σκέφτηκες τίποτα;»
Παραδόξως αρπάχτηκα! Δεν μου άρεσε ο ‘αέρας’ αφεντικού που νόμισα (;) ότι έβγαζαν τα λόγια του.
Άλλά η Διδώ έβγαλε τα κάστανα απ’ τη φωτιά, ξεκαθαρίζοντας:

« Τι είναι αυτά Κώστα! Θα πιστέψει ο Μ. ότι κάτι τέτοιο συμφωνήσαμε!» Ηρέμησα, αλλά και βοηθήθηκα:
« Δεν ξέρω τι συμφωνήσατε και τι όχι. Όμως είναι η ώρα να συμφωνήσουμε τώρα όλοι μαζί. Λοιπόν σ’
ακούω Κώστα.. Εγώ από τη Διδώ δεν άκουσα κάτι που δεν μου είχες πει εσύ ήδη. Εσείς έχετε μιλήσει
έκτοτε, εμεί όχι, άρα δεν ξέρω που πάει το πράγμα. Για τάφους δεν μιλάμε, αλλά και ο ‘οδόντας αντί οδόντα’
δεν πάει άσχημα. Ακούω….»
Συμφωνήσαμε, πήρα τις πληροφορίες που ήθελα και θα ξαναμιλούσαμε, μόλις είμαστε έτοιμοι….

Το σχέδιο ήταν: να κλείσει η Διδώ ένα ραντεβού με το ‘μάγκα’ κάπου απόμερα και να πέσει ένα γερό
‘περντάχι’, τέτοιο που να μη το ξεχάσει ποτέ. Εγώ, ανέλαβα να οργανώσω το ‘πλήρωμα’. Ο Κώστας ζήτησε
να είναι παρόν, η Διδώ δεν θα πήγαινε στο ραντεβού και εμείς θα είμαστε εκεί για την κατάλληλη ‘υποδοχή’.
Δεν θα γράψω τίποτα παραπάνω. Οι λεπτομέρειες θα κουράσουν αλλά και θα σοκάρουν, πιθανόν.
Θα πω μόνο τα εξής:

α) Το σχέδιο δούλεψε στο βασικό στόχο.
β) Η Διδώ δεν ενοχλήθηκε ποτέ ξανά από το ‘τύπο’, τουλάχιστον όσο είχαμε επαφή.
γ) Το ‘πλήρωμα’ είχε σοβαρό ατύχημα στο ‘φευγιό’, με τραυματισμό δικό μου και του Κώστα...
δ) Ο ‘τύπος’ έβγαλε περίπου δύο μηνιάτικα στο νοσοκομείο…
ε) Και για μένα, υπήρξε μια ‘μαύρη’ μέρα να θυμάμαι…μέχρι και σήμερα.

( τα απόνερα)

Ποτέ, έκτοτε, δεν είμαστε οι ίδιοι, μεταξύ μας. Κάτι βάραινε τις σχέσεις μας. Για τον Κώστα και τη
Διδώ, δεν μπορώ να το περιγράψω, εκείνοι ήξεραν. Πάντως, υπήρξε φανερό. Ίσως ήταν τύψεις, το βάρος
της υποκρισίας, δεν ξέρω…Ξέρω όμως για μένα. Το αρχικό μου πάγωμα, κυρίως με τον Κώστα παρέμεινε.
Όμως, έχοντας ανταποδώσει αυτό που απλοϊκά νόμιζα ότι με βάραινε, την ‘υποχρέωση’ ας πούμε, δεν με
κολάκευε στα ίδια μου τα μάτια. Σ’ ότι είχε συμβεί, ήμουν ο μόνος που δεν ένιωσε ‘ ίχνος’ ικανοποίησης.
Για πρώτη φορά κατέβαζα τα μάτια μου απέναντι στη συνείδησή μου. Γιατί δεν έβρισκα ίχνος λεβεντιάς
σ΄αυτή τη πράξη μου.

Ο νεαρός τότε Μ., πίστευε πως η έννοια λεβεντιά ήταν σύμφυτη με τον νόημα της ‘παράξενης’ ζωής του.
Είτε ανθρώπινες σχέσεις αφορούσε, είτε ‘νιτερέσο’, είτε σύγκρουση κάθε είδους, υπήρχε ένας απαράβατος
κανόνας για τον Μ.: Πάντα στα ίσια, λεβέντικα, μούρη με μούρη...Και σ’ αυτό το σκηνικό, τα ‘κόζια’ δεν
ταιριάζανε….Όπως το βλέπω και σήμερα [στα 77 μου πια] πάλι καλά που έχω το θάρρος [ή θράσος;] να
μη το καταχωνιάζω, να μη το εξορκίζω, αλλά να το αναφέρω, με έστω αίσθηση ντροπής.

Σχεδόν σύγχρονα αραίωσαν και οι επισκέψεις του Κώστα, στη Βαβέλ. Το ποδόσφαιρο ήταν, πλέον, ο πιο
δυνατός κρίκος στη σχέση μας. Εκείνος ήταν με τον Εθνικό, τον δεύτερο παραδοσιακά αντίπαλο του
Ολυμπιακού. Και η αναχώρηση των φιλάθλων γινόταν από το καφενείο, παρέες-παρέες για το κάθε γήπεδο.
Για τη Διδώ μάθαινα από τον Κώστα. Πέρναγαν καλά και είχαν αρχίσει να σκέφτονται τον γάμο. Εκείνος
έδειχνε ήρεμος και ευτυχισμένος. Με κάποιο τρόπο, πίστεψα ότι όλα αυτά που συνέβησαν είχαν ταράξει
τα νερά της ψυχής του και είχαν βάλει το νερό στ’ αυλάκι. Μακάρι…..


(η μοίρα παίζει..}

Και εγώ είχα επιστρέψει στη σκανδαλιάρα ζωούλα μου. Απ’ αυτή την ιστορία είχε υπάρξει και κάτι θετικό:
η σχέση με τους ‘τρεις σωματοφύλακες’ ήταν πια άρρικτη. Εκείνο το βράδυ, με τη συζήτηση στη ταβέρνα,
υπήρξε καταλυτικό. Δικό τους μ’ είχαν αποκαλέσει και έτσι έμεινε. Στα θέματα πλέον τα καθημερινά, έπαψε
να απουσιάζει η πολιτική επικαιρότητα. Τώρα όλοι μαζί [4] συζητούσαμε και μπροστά μου έκαναν κριτική
στις πράξεις ή και τις παραλήψεις του παράνομου τότε ΚΚΕ .


Θα πρέπει να είχαν περάσει τρεις, τέσσερις μήνες, όταν, αρχικά από τον Κώστα, άκουσα για κάποια
προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Ουρία πολύ αυξημένη, μου είχε πει. Από τέτοια δεν σκάμπαζα, αλλά κι’
εκείνος δεν έδειξε ότι ήταν κάτι σοβαρό…Και μετά από τη Διδώ. Ζήτησε να συναντηθούμε θέλοντας τη βοήθειά μου και
πάλι, αυτή τη φορά για το θέμα της υγείας του Κωστή. Ο Κώστας είχε μπει στο νοσοκομείο επειγόντως και τα νέα δεν
ήταν καθόλου καλά. Η ιατρική εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα, ήταν ακόμα στην αβ. Όταν τον επισκέφθηκα
στον Ευαγγελισμό, τρόμαξα! Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο, σχεδόν διπλό. Τα πόδια του ‘τύμπανο’ και τα
χέρια, τα δάκτυλα το ίδιο. Τα χείλη του σκασμένα…στεγνά!

Σε μερικές μέρες, η Διδώ με ενημέρωσε ότι πλέον θα έβγαινε από το νοσοκομείο και θα έκανε την κούρα στο
σπίτι, με τη στενή παρακολούθηση ιατρικής ομάδας. Ο θείος, ο υπουργός, είχε βοηθήσει σ’ αυτό. ΄Ηταν
φανερό πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα πια, για τον Κώστα. Στο σπίτι του τον επισκέφθηκα την ίδια
μέρα που βγήκε. ΄Ηταν ωχρός, πρησμένος, πολύ καταβεβλημένος. Σχεδόν με παρακάλεσε να πηγαίνω
καθημερινά να τον βλέπω. Η Διδώ, είχε παρατήσει τελείως τα μαθήματά της στη Νομική και ήταν από το
μεσημέρι μέχρι 7-8 το βράδυ εκεί, δίπλα του. Συμφωνήσαμε να τη σκατζάρω εγώ τα απογεύματα, για να
μπορεί να ξεκουράζεται λίγο κι’ εκείνη, φεύγοντας νωρίτερα. Πάνω από ένα μήνα, αρχικά στο νοσοκομείο
και τώρα στο σπίτι, ήταν εκεί, δίπλα του, μιλώντας του, δίνοντάς του κουράγιο, βοήθειες και αγάπη.

Το τελευταίο διάστημα, τα απογεύματα είχα πάρει το ρόλο της εγώ. Ο Κώστας είχε πρηστεί σε όλο του το
σώμα. Τα πόδια του ήταν αναγκασμένος να τα κρατάει ανοικτά, γιατί τα γεννητικά του όργανα έμοιαζαν
τεράστια σε όγκο από το πρήξιμο και τον ενοχλούσα στο να ξεκουραστεί σε πλάγια στάση. Οι πόνοι του
πρηξίματος ήταν συνεχείς και δυνατοί. Η μοναδική ανακούφιση για τους πόνους ήταν το μασάζ. Έντονο
και επίπονο μασάζ, για να σπάσουν τα εκατομμύρια μπαλάκια θρόμβων του αίματος και να διαλυθούν
για λίγο. Και πάνω που ανακουφίζονταν το ένα πόδι, ξανάρχιζε να πονάει το άλλο. Μια ζωή κόλαση για
τον οποιονδήποτε.

Ο Κώστας στιγμές -στιγμές βογκούσε από τους πόνους. Όμως δε τον άκουσα ποτέ να τα βάζει με την
ατυχία του, με το Θεό, με κάτι…Ένα συνεχές ευχαριστώ, ήταν τα λίγα λόγια που εύρισκε το κουράγιο
να ξεστομίζει….Εγώ απορούσα με τη καρτερικότητα και τη αντοχή του. Στη καρδιά μου είχαν ξαναγυρίσει
όλα εκείνα τα τρυφερά συναισθήματα της αρχής της γνωριμίας μας. Έβλεπα τον φίλο μου να ‘φεύγει’
και αυτή τη φορά κανενός είδους ‘πλήρωμα’ δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Τού ήμουν άχρηστος, λίγος,
ανεπαρκής. Και τον θαύμαζα! Ήταν ένα γερό μάθημα για μένα αυτή η ήρεμη δύναμη τού συνομήλικου
φίλου μου. Και δεν τον είδα να κλάψει ποτέ..

Εκείνη όμως, που στο άδολο μυαλό μου είχε πάρει διαστάσεις ‘αγίας’ και ‘αδελφής του ελέους’,
ήταν η Διδώ. Τι ήταν αυτό που μεταμόρφωσε το κακομαθημένο, εγωιστικό και κυνικό κορίτσι, σε ένα
πρωτοφανές για μένα, παράδειγμα αυταπάρνησης, προσφοράς και αγάπης; Τόσο έξω είχα πέσει;
Τόσο άδικα την είχα κρίνει [και κατακρίνει]; Μα η Διδώ;; Ναι! Η Διδώ…

Είχε διαβάσει φαίνεται [στα μάτια μου] αυτές τις σκέψεις. Γιατί κάθε βραδάκι, όταν κατάκοπη ηθικά
και σωματικά έλεγε την καληνύκτα της στη μητέρα του Κώστα, σ’ εμένα, που τη συνόδευα μέχρι κάτω
για να της βρω κάποιο ταξί, χάριζε ένα‘ευχαριστώ’, που το τόνιζε με ένα αφάνταστα πικρό χαμόγελο και
μια κίνηση του κεφαλιού, σαν να μου φώναζε: « Ναι, ναι, εγώ είμαι! Αυτή είναι η Διδώ..»

Λίγες μέρες μετά, ο Κώστας ΠΕΘΑΝΕ!! Όσα δεν πρόλαβε να κάνει η ουρία, τα ολοκλήρωσε μια οξεία
πνευμονία, λόγω της μακρόχρονης κατάκλισης. Αυτή ήταν η επίσημη διάγνωση…
Πέθανε στα χέρια της μητέρας του, μεσημεράκι. Από τις ατέλειωτες ώρες που είχε απλόχερα προσφέρει,
εκεί, δίπλα του, κοντά του, μιλώντας του, φιλώντας τον στο μέτωπο και πολλές φορές στα σκασμένα του
χείλη, ο Χάρος ήλθε και τον ‘πήρε’ την ώρα που η Διδώ ετοίμαζε στη κουζίνα το χαμομίλι, που θα του
δρόσιζε το ξεραμένο στόμα. Αυτό ήταν παράπονό της!!

« Ήξερα, όπως όλοι μας, ότι το τέλος πλησίαζε…Ήλπιζα όμως πως θα του έκλεινα η ίδια τα μάτια, πως
θα ήμουν εκεί την κρίσιμη στιγμή, να του ΦΩΝΑΞΩ την αγάπη μου, το αντίο μου. Και ίσως να μου
ψιθυρίσει κι’ εκείνος κάποια λόγια αποχαιρετισμού…. Τίποτα απ’ αυτά!!»
Αυτά ήταν τα λόγια που άκουσα από τη Διδώ, όταν την είδα αργότερα, την ίδια μέρα: το παράπονό της!

Η τελευταία φορά που την είδα, ήταν στη κηδεία του Κωστή, στην Αγια Φωτεινή [δεν ήξερα ότι η
οικογένειά του ήταν καθολικοί]. Είχα αργήσει να πάω, ήμουν απ’ τους τελευταίους. Η αλήθεια είναι, ότι
δεν ήθελα, μέσα μου, να ξαναδώ την ψυχρή μορφή της μητέρας του και της άχρωμης αδελφής του.
Αλλά πήγα, γιατί τού το ‘χρωστούσα’ κι’ αυτό…

Όλος ο κόσμος ήταν μέσα, στην Εκκλησία, γιατί είχε αρχίσει η πένθιμη ακολουθία. Ανεβαίνοντας τα λίγα
σκαλιά του προαυλίου την είδα, πίσω από μια κολώνα με ένα τσιγάρο στο χέρι, σαν να κρυβόταν..
Μόλις με είδε, χύθηκε επάνω μου, μ’ αγκάλιασε σφικτά και μέσα από ένα σπαρακτικό λυγμό ψιθύρισε
σβησμένα:
« Εσένα περίμενα, ήθελα να σε δω...γιατί άργησες;. Τα παιδιά είναι εδώ. Και ο ‘δάσκαλός’….Φεύγω, δεν
θέλω να μείνω περισσότερο. Μακάρι να μην είχα γνωρίσει τον Κώστα, ούτε και σένα..»
Ως που ν’ αρθρώσω μια λέξη, γύρισε, κατέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας και χάθηκε….

Έφυγα κι’ εγώ, αμέσως, δεν με κρατούσε τίποτα πια εκεί. Περπάτησα [το θυμάμαι έντονα, σαν να συμβαίνει
αυτή τη στιγμή] όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι μου, κλαίγοντας,..Η ζωή μου επηρρεάσθηκε άμεσα μετά από
όλα αυτά. Προς το χειρότερο. Η πάντα παρούσα μέσα μου ροπή προς τον κίνδυνο και την αποκοτιά πολλαπ-
λασιάστηκε, τα ‘πήρα’.. Νόμιζα πως ήμουν άτρωτος, απρόσβλητος απ’ οτιδήποτε.

Για αρκετό διάστημα χάθηκα από τη ‘βαβέλ’. Τα παιδιά όμως με περίμεναν, ήξεραν κάτι περισσότερο για μένα,
από εμένα. Μετά από μήνες η ζωή ξανακτύπησε, εκεί που δεν το περιμένεις. Στα ξαφνικά. Μια σημαντική, αλλά
και πάλι τυχαία γνωριμία, ενός νέου όχι ηλικιακά] φίλου, του ‘Πενηνταράκια’, ήταν η αρχή ενός ακόμα γύρου
στη μπερδεμένη πάντα ζωή του φίλου Σας……..


Ας θεωρηθεί αυτό το γραπτό, ό,τι ακριβώς είναι:
Ένας εσπερινός για δύο αγαπημένους και αξέχαστους φίλους: Τη ΔΙΔΩ και τον ΚΩΣΤΑ……


Δ.Β.
21/10/07
Πόρτο Ράφτη

υ/γ.. Για τη Διδώ δεν θέλησα ποτέ να μάθω ότιδήποτε. Δεν ξέρω ούτε αν ζει...